- ἐπαναπεσών
- ἐπί , ἀνά , ἀπό , εἰσ-εἰμίsumpres part act masc nom sgἐπί-ἀναπίπτωfall backaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναπίπτω — και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω) ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω μσν. αρχ. 1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ αὐτῶν», Αιλ.) … Dictionary of Greek